ῥοδίνου

ῥοδίνου
ῥόδινος
made of
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αρμπαρόριζα — και αρμπαρόζα και αλμπανόριζα, η κοινές ονομασίες διαφόρων φυτών του γένους Πελαργόνιο*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. erba rosa, φυτό ρόδινου χρώματος, με παρετυμολογική επίδραση της λ. ρίζα] …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • μοργκανίτης — Ορυκτό του βηρυλλίου με χημικό τύπο Be3Al2Si6O18. Ανήκει στην ομάδα των πυριτικών ορυκτών και κρυσταλλώνεται στο εξαγωνικό σύστημα σχηματίζοντας πλακοειδείς πρισματικούς κρυστάλλους. Ο μ. απαντάται σε όλες τις αποχρώσεις του ροζ, μοβ και ρόδινου… …   Dictionary of Greek

  • ουραγκουτάγκος — (pongo pygmaeus, από το μαλαϊκό οράνγκ χουτάν = άνθρωπος των δασών). Κατάρρινος πίθηκος της οικογένειας των ανθρωπόμορφων. Ονομάζεται και οραγκουτάγκος. Σε όρθια θέση το ενήλικο άτομο μπορεί να φτάσει σχεδόν τα 2 μ. σε ύψος με άνοιγμα βραχίονων 3 …   Dictionary of Greek

  • συηνίτες — Εκρηξιγενή πετρώματα (πλουτωνίτες βάθους), που χαρακτηρίζονται από την απόλυτη σχεδόν απουσία χαλαζία και την εμφάνιση αστρίων. Εφόσον οι άστριοι είναι αλκαλικοί (ορθόκλαστο ή ανορθόκλαστο), χαρακτηρίζονται ως αλκαλικοί, ενώ όταν συμμετέχουν και… …   Dictionary of Greek

  • Τoρίτι, Ιάκωβος — (Torriti). Ιταλός καλλιτέχνης ψηφιδογράφος του τέλους του 13oυ αι. Το αριστούργημά του είναι η Στέγη της Παναγίας επιβλητική διακόσμηση της αψίδας της Σάντα Μαρία Ματζόρε στη Ρώμη. Χρονολογείται γύρω στο 1295 και ακολουθεί πιθανότατα παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • φοινικόπτερος — ο (ζωολ.), γένος καλοβατικών πουλιών των τροπικών και υποτροπικών χωρών, ύψους ως 1,50 μ., με λαιμό και πόδια πολύ μακριά, ράμφος χοντρό και με μεγαλοπρεπές μαλακό φτέρωμα ρόδινου, κόκκινου ή μαύρου χρώματος, φλαμίγκο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”